χρωματοθεραπεία

χρωματοθεραπεία
και χρωμοθεραπεία, η, Ν
ιατρ. θεραπευτική εφαρμογή τών χρωμάτων τού χώρου για τη διόρθωση τής ψυχικής διάθεσης τού ασθενούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. chromotherapy < χρώμα + θεραπεία].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”